- διαπλήκτισις
- διαπλήκτ-ῐσις, εως, ἡ, = sq., Sch.Il.1.138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαπληκτίσεσιν — διαπλήκτισις fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)